Ο Πειραιώτης





του Στέφανου Μίλεση

Ο Σκιτσογράφος, δημοσιογράφος, ζωγράφος  και σκηνογράφος του θεάτρου ο Μίνως Αργυράκης (1920 - 1998) αρθρογραφεί μεταξύ άλλων και στην εφημερίδα Ελευθερία, όταν τον Αύγουστο του 1958, περιγράφει τον τύπο του Πειραιώτη και την ζωή στην Τρούμπα. 

Ο Αργυράκης σκιτσογραφεί με τρόπο που θυμίζει έντονα τον Τσαρούχη, αφού υπήρξε μαθητής του. 

Σπούδασε με την οικονομική βοήθεια της Πηνελόπης Δέλτα αφού ο ίδιος μετανάστης από την Σμύρνη έφτασε πάμπτωχος στην Ελλάδα. Έκανε παρέα με διάσημους στην εποχή του όπως ο Γιάννης Μόραλης, ο Μάνος Χατζιδάκης, ο Νίκος Γκάτσος.

 Για τον Πειραιώτη:
 
Στον Πειραιώτη δεν πρέπει να δίνεις καμμία απάντηση. Μόνο να τον ακούς πρέπει. Ότι και να του πης θα στο αναποδογυρίση, θα σου πει τι κρύβεται πίσω από τους τύπους, θα σου πει την αλήθεια με τον δικό του τρόπο. Θα σ΄ αφήσει εκτεθειμένο. 

Ο Πειραιώτης είναι ο πιο ξύπνιος Έλληνας. Δεν είναι ναρκωμένος. Η ζωή που κάνει σκληρή μέχρι το κόκκαλο, τον κάνει να βρίσκεται σε μια διαρκή ενέργεια. Πιο ξύπνιο μάτι δεν έχω δει πουθενά. Παίζει. Κοιτά μπρος αλλά πίσω μυρίζει για το τι γίνεται. 
Το μυαλό του γρήγορο ερευνητικό, το πνεύμα του αιχμηρό, σαρκαστικό, μάγκικο. Δεν σηκώνει και πολλά άμα δει τον άλλο να τον κοιτά αφ΄ υψηλού. Τον βάζει με μια κουβέντα στην θέση του. Άμα όμως τύχει και του δώσεις το χέρι σου σαν ίσος προς ίσο, τότε το σφίγγει, σε λατρεύει και γίνεται αδελφικός σου φίλος όποιος και νάσαι.

Καρό πουκάμισο, μαύρο στενό παντελόνι, κατσαρό μαλλί και παπούτσια μπάσκετ. Άμα δεν δουλεύει, ψάχνει να βρει δουλειά, κι άμα βρεθεί κάπου, βλαστημάει των ώρα και την στιγμή που ρίζωσε σαν τον κάβο στο λιμάνι. 

Δεν κοιτά την ώρα να μπει σε  καράβι και να φύγει. Να πάει να δει τον κόσμο. Για χρόνια βλέπει τόσους και τόσους  ναυτικούς να περνούν από το λιμάνι για μερικές μέρες, ακούει τόσες και τόσες ιστορίες από όλα τα λιμάνια του κόσμου και στο βλέμμα του είναι ζωγραφισμένη μια νοσταλγία. Να φύγει, να ξεχάσει, μακριά από την μιζέρια του λιμανιού. 

Για  την Τρούμπα:

Όλη την μέρα η οδός Φίλωνος πουλάει αμερικάνικα και το βράδυ ανάβει τα νέον φώτα της και ξεδιψάει Πειραιώτες και ξένους από την σεξουαλική τους δίψα. Το Κιτ Κατ η Αρτζεντίνα η Βιρτζίνια, τα λαϊκά καμπαρέ  βρίσκονται στις δόξες τους τα μεσάνυχτα. Τα μπαρ Ουάσιγκτον και Σικάγο ποτίζουν τους Αμερικάνους ναύτες τους Έκτου Στόλου με ψευδαισθήσεις του Σόχο, της Μασσαλίας και της Νάπολης και η ανάμνηση της  Σπυριδούλας γυρίζει πάνω από τα κεφάλια του Τζων Μπουλ Μπαρ.  

Γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα όλοι είναι ανήσυχοι, νευρικοί και περιμένουν. Πίνουν μπύρα, νερωμένο ουίσκι και ψεύτικο κονιάκ, ζαλίζονται και δεν κοιτούν τα νούμερα, ξεχνάνε την πραγματικότητα. Ο εκφωνητής αναγγέλλει τα πάντα ως "περίφημα" και "διεθνούς φήμης" εις άπταιστον καθαρεύουσαν, και "πταίουσαν" αγγλική. Αναγγέλλεται ως "περίφημος τσιγγάνα χορεύτρια" το Κατινάκι από το Δουργούτι ή τον Βόλο. 

Χορεύει χτυπώντας το ντέφι σαν να πιάνει μύγες και τρέχει ο ιδρώτας και το οξυζενέ από το μαλλί  της. Έπεται το διεθνούς φήμης μπαλέτο "Νίκολσον" και καταφθάνει στην πίστα η Νικολέτα από την Λάρισα, η Λέλα από τον Βαρδάρη. 

Χορεύουν βιεννέζικους, τυρολέζικους και χαβανέζικους χορούς, ενώ ο διπλανός φτύνει και μουρμουρίζει: "Πίτουρα". Ακολουθεί ο απαραίτητος ισπανικός χορός με φαβορίτα και τακουνάκι και ο χορός της φωτιάς, το κλου της βραδιάς. 

Τα φώτα σβήνουν θυμωμένα και τα μάτια ανοίγουν θαμπωμένα. Στο τέλος εμφανίζονται και τρεις τέσσερις ψηλές ξανθές Αυστριακές και Γερμανίδες όμορφες, ταράζεται το κοινό, παραγγέλνουν τα ίδια, αλλά στο τέλος μένουν μπουκάλα με το Κατινάκι, τη Νικολέτα και την Μαριώ. 

Είναι πια τρεις τη νύχτα όταν τα ξενοδοχεία αρχίζουν  την δουλειά. Κοιμάται ο Πειραιάς δυό τρεις ώρες για να αρχίσει ξημερώματα πάλι την δουλειά. Να μπει στο μαγκανοπήγαδο.   


 Για τους πρόσφυγες του Πειραιά:


Πρόσφυγας και ο ίδιος ο Μίνως δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την καθημερινότητα των προσφύγων στην Δραπετσώνα.

Ανάμεσα στους συνοικισμούς αυτούς ντρέπεσαι να λέγεσαι Έλληνας. Μυρμηγκοφωλιές τα σπίτια.  Και γύρω - γύρω τεράστια τσιμεντένια μεγαθήρια εργοστάσια που πίνουν τον ιδρώτα και το αίμα των συνοικισμών.  "Δουλεύουμε" στα εργοστάσια μου λέει κάποιος "και τι να κάνουμε; να πεθάνουμε; Μα τι ωφελεί; Όλος ο ιδρώτας μας γίνεται ρέψιμο από τον καπνό που βγάζουν τα φουγάρα πάνω από τα σπίτια μας στην Δραπετσώνα" Ψωραλέα άλογα κουβαλάνε πλανόδιους μικροπωλητές μέσα στην σκόνη, μικροσκοπικά μαγαζάκια που χωράνε ίσαμε ένα δύο ανθρώπους προσπαθούν να συντηρήσουν ολάκερη οικογένεια. Ξυπόλητα αδυνατισμένα και ξεβράκωτα παιδάκια παίζουν πόλεμο, με άσπρες σημαιούλες και ξύλινα όπλα. Αυτή είναι η Δραπετσώνα.
   



2 σχόλια:

Pireas Piraeus είπε...

Παρα πολυ ωραιο αρθρο!!!

Ανώνυμος είπε...

άλλη μια μοναδική ανάρτηση.

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"